- ανάκρουσμα
- το-ατoς, εκτέλεση μουσικού κομματιού από μια μπάντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανάκρουσμα — το [ανακρούω] εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα … Dictionary of Greek
αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… … Dictionary of Greek
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek